- σαφράκιασμα
- τό1) сморщивание (от воды); 2) сморщенность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σαφράκιασμα — το, Ν [σαφρακιάζω] το ζάρωμα που προκαλείται στο δέρμα λόγω πολύωρης παραμονής μέσα στο νερό … Dictionary of Greek